- πραυνσις
- πράϋνσις-εως (ᾱ) ἥ успокоение, спокойствие Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πράυνσις — πράϋνσις , πράυνσις softening fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρέμισις — ἠρέμισις, ἡ (Α) [ηρεμίζω] καθησύχαση («πράϋνσις, ἠρέμισις ὀργῆς», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
πράϋνση — η / πράϋνσις, ύνσεως, ΝΑ, ιων. τ. πρήϋνσις, Α [πραΰνω] 1. τροπή μιας κατάστασης από την ένταση στην ηρεμία, κατευνασμός 2. (σχετικά με θυμό) μαλάκωμα, ημέρωμα 3. ιατρ. (σχετικά με σωματικό πόνο) ανακούφιση … Dictionary of Greek